top of page

Οι Νεράιδες (του Charles Perrault)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα που είχε δύο κόρες. Η μεγαλύτερη κόρη ήταν φτυστή η μητέρα της, της έμοιαζε τόσο στην κοψιά όσο και στον χαρακτήρα. Και οι δύο ήταν τόσο κακές και ψηλομύτες, που κανένας δεν μπορούσε να τις υποφέρει!

Η μικρότερη κόρη ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ευγενική, γλυκιά. Έμοιαζε πάρα πολύ στον καλοκάγαθο πατέρα. Σε εμφάνιση, ήταν πανέμορφη! Η μητέρα, φυσικά, είχε δεθεί πολύ με τη μεγαλύτερη κόρη, επειδή είχαν τόσα πολλά κοινά· αντιπαθούσε δε τη μικρότερη εξίσου πολύ. Την ανάγκαζε να τρώει πάντα μόνη της στην κουζίνα και να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ.

Μία από τις πολλές υποχρεώσεις της μικρής ήταν να φέρνει νερό δυο φορές τη μέρα με τη στάμνα από την πηγή, που ήταν σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακριά. Μια μέρα που είχε πάει στην πηγή μια γριά γυναίκα την πλησίασε και την ικέτεψε να τις δώσει λίγο νερό.

"Μα φυσικά, καλή μου κυρία!" είπε η όμορφη κόρη. Βύθισε τη στάμνα στο καθαρότερο σημείο της πηγής και της έδωσε να πιει ανασηκώνοντάς την, ώστε να τη διευκολύνει.

Αυτή η γριά γυναίκα ήταν μια νεράιδα που είχε πάρει τη μορφή μιας φτωχής χωρικού. Ήθελε να διαπιστώσει την αληθινή καλοσύνη της όμορφης κόρης. "Είσαι τόσο όμορφη", της είπε αφού ήπιε το νερό, "και τόσο ευγενική, που αποφάσισα να σου κάνω ένα δώρο. Από δω και στο εξής, κάθε φορά που θα μιλάς, θα βγαίνουν διαμάντια και λουλούδια από το στόμα σου."

Όταν η όμορφη κόρη έφτασε στο σπίτι, η μάνα της την περίμενε και τη μάλωσε που άργησε τόσο πολύ να επιστρέψει..

"Συγχώρεσε με μητέρα που άργησα τόσο πολύ..." είπε το φτωχό κορίτσι και καθώς μίλαγε, δύο τριαντάφυλλα, δύο πέρλες και δύο μεγάλα διαμάντια βγήκαν απ' το στόμα της.

"Τί βλέπουν τα μάτια μου;" ρώτησε έκπληκτη η μάνα. "Είδα καλά; Βγήκαν πέρλες και διαμάντια από το στόμα σου; Τι έκανες στην πηγή, κόρη μου;" Ήταν η πρώτη φορά που την αποκάλεσε κόρη της.

Το φτωχό κορίτσι διηγήθηκε το τι έγινε. Καθώς μιλούσε έβγαιναν από το στόμα της συνεχώς αμέτρητα διαμάντια!

"Πρέπει να στείλω και την αγαπημένη μου κόρη εκεί! Φαίη, Φαίη, έλα να δεις! Κοίτα τι βγαίνει από το στόμα της αδερφής σου κάθε φορά που μιλάει! Δεν θα 'θελες να μπορείς να κάνεις το ίδιο κι εσύ; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πας να φέρεις τάχα νερό απ' την πηγή και μόλις σου ζητήσει μια γριά φτωχή γυναίκα να πιεί νερό να της το προσφέρεις πολύ ευγενικά."

"Θες δηλαδή να με τρέχεις ως την πηγή;" απάντησε η ανάγωγη κόρη.

"Θα πας θες δε θες και μάλιστα αμέσως τώρα!" είπε η μητέρα με άγριο ύφος.

Η μεγάλη κόρη πήρε το ακριβότερο ασημένιο φλασκί που υπήρχε στο σπίτι και ξεκίνησε βαριεστημένα για την πηγή. Αμέσως μόλις έφτασε, την πλησίασε μια κυρία πολύ όμορφα ντυμένη και της ζήτησε λίγο νερό να πιει. Ήταν η ίδια νεράιδα που είχε εμφανιστεί στην αδερφή της, μόνο που τώρα είχε μεταμφιεστεί σε πριγκίπισσα, για να διαπιστώσει μέχρι πού μπορούσε να φτάσει η αγένεια της μεγάλης κόρης.

"Τι, νερό; Νομίζεις ότι έκανα τόσο δρόμο μόνο και μόνο να σου δώσω να πιεις νερό; Νομίζεις ότι έφερα ένα ασημένιο φλασκί για τα μούτρα σου; " είπε υπεροπτικά η κοπέλα. "Ναι, έτσι μου φαίνεται! " "Τότε, ορίστε, πάρε πιες, αφού έτσι σου φαίνεται!"

"Δεν είσαι και τόσο ευγενική" απάντησε η νεράιδα χωρίς ίχνος θυμού. "Πολύ καλά λοιπόν, για κάθε λέξη που θα λες θα βγαίνει από το στόμα σου ένα φίδι ή ένα βατράχι."

Όταν επέστρεψε στο σπίτι, η μητέρα της τη ρώτησε "Λοιπόν, κόρη μου;"

"Λοιπόν, τί, μητέρα μου;" απάντησε η ανάγωγη κόρη. Μόλις είπε αυτές τις λέξεις, δύο οχιές και δυο βατράχια βγήκαν από το στόμα της.

"Αχ, Αχ, ααα…!" φώναξε τρομαγμένη η μητέρα. "Μα τι είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια μου; Η αδερφή σου φταίει για αυτό. Θα πληρώσει πολύ ακριβά!"

Έτρεξε να τη δείρει, αλλά το φτωχό κορίτσι είχε προλάβει να το σκάσει στο διπλανό δάσος. Εκεί τη συνάντησε ένα πριγκιπόπουλο που επέστρεφε από κυνήγι. Θαμπωμένος από την ομορφιά της, τη ρώτησε για ποιο λόγο βρισκόταν ολομόναχη στο δάσος και γιατί έκλαιγε.

"Δυστυχώς, κύριε, με έδιωξε η μητέρα μου από το σπίτι."

Καθώς μιλούσε το κορίτσι, το πριγκιπόπουλο είδε πέντε-έξι πέρλες και πολλά διαμάντια να πέφτουν από το στόμα της. Την παρακάλεσε να του εξηγήσει για ποιον λόγο συνέβαινε αυτό, και το κορίτσι του διηγήθηκε όλη την ιστορία.

Το πριγκιπόπουλο την ερωτεύτηκε και, μιας και το χάρισμά της ήταν μοναδικό και ασύγκριτο με οποιοδήποτε άλλο δώρο, την πήρε στο παλάτι του πατέρα του, όπου και την παντρεύτηκε.

Όσο για την άλλη αδερφή, έγινε τόσο μισητή που η ίδια της η μητέρα αναγκάστηκε να τη διώξει από το σπίτι. Κανένας δεν την ήθελε και πέθανε μόνη της στο δάσος.

bottom of page