Αθήνα
– ακόμη διαμαντόπετρα… ;
Μέσα στα χαλάσματα κρυμμένη
μια φιγούρα πικραμένη ακροπατεί,
στα χορτάρια μάταια προσμένει
αίγλη αλλοτινού καιρού ν' αφουγκραστεί.
Η άλλοτε δαφνόσκεπη Αθήνα,
Τίποτα πια γνωστό δεν αντικρίζει
μες στο παρδαλό πλήθος χαμένη
μεταξύ του ενδόξου χτες
και του ευτελούς παρόντος – κρίμα!
Τη ζήση στο κενό μετεωρίζει
από τη νέα εποχή διπλά προδομένη
Μα κάποτε στου αρχοντικού τις σάλες
αντιλαλούσαν νεαρές φωνές,
τέρψης Μουσών, γλυκές, κελαρυστές
γέλια, χοροί, βραδιές μεγάλες,
γιορτές που χάθηκαν για πάντοτε στο χτες.
Η έρημη Αθήνα ακόμη περιμένει
πως κάποτε η τροχιά θα αλλάξει, θα στραφεί.
Πίσω από πόρτες σφαλιστές δε θ' ανασαίνει,
τα παραθύρια πια δε θα σφαλίζει το καρφί
και παμψηφί της γης η διαμαντόπετρα
πάλι ’θε ν’ ανακηρυχθεί..
Αλί, του κάκου ματαιοπονεί!
Από τ' αγριάγκαθα του κήπου ματωμένη
τυλιγμένη στο μανδύα της λησμονιάς
κάποιου ξεθωριασμένου ονείρου ξεχασμένη
πλανιέται μόνη μες στο φέγγος της νυχτιάς...
Tο θρυλικό γεφύρι
Μια νεωτεριστική μετα-γραφή...
Με ένωση πολιτισμών πάντα συνυφασμένη
Γέφυρα δεσπόζει μαγική, σαν κόρη σκαλισμένη,
Που κάτωθέ της -έρμαιο του Αιόλου- το ποτάμι ρέει.
Αχ να γεφύρωνε το τρανό των αιώνων χάσμα
Μ’ ένα του παρελθόντος θρυλικό, μα αλησμόνητο, άσμα.
Καμαρωτή καταπώς στέκει πέτρινα ορθωμένη
Τι ιστορία κρύβει στα σπλάχνα κουρνιασμένη!
Στα ματωμένα σωθικά της είναι λαξεμένη
Σε μελανές σελίδες μυστικά, πανώρια κρυμμένη :
Ζήση μικρή, φρικτά και πρώιμα τελειωμένη
Αλέκτωρ δεν σε προϋπάντησε πλέον στο λιακωτό
- η απόφαση τελεσίδικη κι ερήμην ειλημμένη -
το δείλι να σ’ αποχαιρετήσουνε σού ήτανε γραφτό,
Κόρη μικρή, Κόρη ξανθή, κόρη εκούσια πλανεμένη,
λάθρα σε ρίξανε οι Μάστοροι στου ποταμού τα βάθη
άμοιρη, πού – αλί! - είχες ευχή μα και κατάρα
με πρωτομάστορα να είσαι τάχατε στην πόλη παντρεμένη
εκείνη που πολυαγαπούσες, την τραγική την Άρτα -
πόσο μ’ αυτοθυσία ήξερες να διορθώνεις τον ανδρών τα λάθη…
Με πέτρα έτσι χτίστηκε το θρυλικό, αστέριωτο γεφύρι
μαζί με ρυάκια αστέρευτα από αίμα, ίδρο και κλάμα,
- με πόνο κι αίμα χτίζεται μαθές πάντα ένα γεφύρι –
σα μια ναυαγισμένη στου λιμανιού το βούρκο βάρκα
Κάθε καμάρα αίμα και πέτρα, πέτρα και σάρκα
σκόρπια οστά σιωπής τινάχτηκαν παντού, σα γύρη,
πέτρα που καίει σαδιστικά το νου στης κάψας το λιοπύρι.
Κι εσύ, Γυνή, αγνή και μεγαλόψυχη, υπάκουη στον κύρη
κατάρα στην κατάρα δε θέλησες τη μοίρα να στεριώσεις
και τη θυσία σου την τρομερή μ’ ευχή ’θε να ριζώσεις
διαβάτη, περαστικό, μα πιότερο κάθε ανυποψίαστη Κόρη
να δώσει ο Θεός μελλοντικά απ’ τις κακοτοπιές να σώσεις…
Τιμητικός έπαινος στον 7ο Πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης του Πανεπιστημίου Ελεύθερης Επιμόρφωσης του Δήμου Χορτιάτη
Ανθολογία του Πανεπιστημίου
του Δήμου Χορτιάτη
Γ΄Βραβείο Πανελλήνιου διαγωνισμού ποίησης
του λογοτεχνικού ομίλου ΞΑΣΤΕΡΟΝ και του λογοτεχνικού περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ 2011